- συμφλεγμαίνω
- ΜΑέχω συγχρόνως φλεγμονή («ἡ φρενῑτις φλεγμονή ἐστι τῶν μηνίγγων, ποτὲ μὲν καὶ αὐτοῡ τοῡ ἐγκεφάλου συμφλεγμαίνοντος», Θεοφάν. Nόνν).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + φλεγμαίνω «έχω φλεγμονή» (< φλέγμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.